Τοποθεσία: Η γραφική Κόπραινα φωλιάζει στον πανέμορφο ομώνυμο όρμο, ανατολικά των εκβολών του ποταμού Βωβού, διαμορφωτή και καλλιτεχνικού διακοσμητή της περιοχής, στα νοτιοδυτικά της χρυσαφένιας λιμνοθάλασσας του Αγρίλου, δυτικότερα του ζαφειρένιου Μενιδίου, σε απόκεντρη τοποθεσία που απέχει περίπου έξι χιλιόμετρα νότια της εθνικής οδού ¶ρτας – Μενιδίου.
Λίγα εντυπωσιακά αναπαλαιωμένα κτίρια, απομεινάρια δόξας και μεγαλείου ανθηρότατων εποχών πριν από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, τα οποία εξυπηρετούσαν τις διαμετακομιστικές ανάγκες του νομού ¶ρτας (τελωνείο, αποθήκες, υδατοδεξαμενή, ξενοδοχείο και μικροί χώροι διαφόρων υπηρεσιών), βρίσκονται στριμωγμένα σε μια γλωσσόμορφη έκταση ξηράς μήκους 2 χιλιομέτρων και πλάτους 100 μέτρων. Μπροστά από τα μεγαλοπρεπή διώροφα κτίρια εδραιώνεται μια καλαίσθητη και ταιριαστή παραδοσιακή ψαροταβέρνα, στην οποία μπορεί κανείς ν’ απολαύσει τις νόστιμες λιχουδιές των λαχταριστών ψαριών του Αμβρακικού. Ένα καλοφτιαγμένο κιόσκι σε μικρή απόσταση από τα κτίρια φιλοξενεί τους επισκέπτες που επιθυμούν να απολαύσουν την κοντινή ομορφιά της περιοχής, τη μαγεία της απεραντοσύνης του Αμβρακικού την ξέμακρη αισθητική απόλαυση του καταπράσινου δασωμένου Μακρυνόρους και τη γιορτή των γκριζόχρωμων ακαρνανικών βουνών.
Ακόμη το γραφικό κιόσκι προσφέρεται για να απολαύσει κανείς το ναζιάρικο κυκλικό πέταγμα των αναρίθμητων φανταχτερών πουλιών από το μεγάλο ξενώνα της λιμνοθάλασσας στις φιλόξενες ρηχόνερες ακτές για περίπατο στα λασποτόπια, μετά επίσκεψη στα εστιατόρια της πρασινογάλαζης κοίτης του ποταμού βωβού και ξανά επιστροφή με χαρούμενους κελαηδισμούς και ήρεμους κρωγμούς στους κοιτώνες της λιμνοθάλασσας του Αγρίλου.
Η θέα κάποιων κοντινών ερειπωμένων κτιρίων πιστοποιεί την εγκατάλειψη της περιοχής από τους παλιούς κατοίκους, αναπέμπει μελαγχολία και προοιωνίζει απαισιόδοξη προοπτική. Τα εγκαταλειμμένα και σκουριασμένα βαγονέτα, οι φθαρμένες ράγες, οι ερειπωμένες αποβάθρες και τα λιγοστά απομεινάρια του μικρού λιμανιού ανακαλούν στη μνήμη όμορφες νοσταλγικές σκηνές από την άλλοτε πλούσια πολιτιστική ζωή της περιοχής και προκαλούν ψυχικό πόνο. Ένα ανακάτεμα πολλών κι έντονων συναισθημάτων, ένα μείγμα από σπάνια αισθητική μαγεία και λιγοστό ψυχικό πόνο δημιουργεί η θέα της ηλιόχαρης περιοχής της Κόπραινας.
Τη βορειοδυτική πλευρά της την περιζώνει ο δωροφέρτης της περιοχής Βωβός ποταμός, ο οποίος μορφοποίησε, εδώ και χιλιάδες χρόνια, την περιοχή, την καλλώπισε με εξαίσιας γραφικότητας δελταϊκούς σχηματισμούς, την υδροδοτεί με γλυκά νερά και της προσαυξάνει την πλούσια χλωρίδα και φανταχτερή πανίδα. Νοτιοανατολικά την αγκαλιάζει η τρυφερή αγκαλιά του γαληνεμένου Αμβρακικού κόλπου, ο οποίος τη νανουρίζει αδιάκοπα με τον ήρεμο παφλασμό των σιγανομουρμούριστων κυμάτων, τη μυρώνει με την ανάκατη από φύκια και ιώδιο οσμή της αύρας του, τη δροσίζει με το νοτιοδυτικό ανασασμό του και την ευεργετεί με τα πλούσια ιχθυαλιεύματά του. Από τα βορειοανατολικά της όρια τη συνδράμει με όλες τις δωροπαροχές της η πλούσια και πανέμορφη λιμνοθάλασσα του Αγρίλου και με τη φυσικότατη λουρονησίδα της, η οποία τη διαχωρίζει από το κύριο σώμα της θάλασσας του κόλπου και τη συνδέει με το προκομμένο Μενίδι.
Η κατασκευή, τον τελευταίο χρόνο, του γραφικού ξύλινου διαδρόμου, που στηρίχτηκε στο σώμα της λουρονησίδας, διευκόλυνε την επικοινωνία της με το Μενίδι και αύξησε την παρουσία πολλών επισκεπτών, ερευνητών, φυσιοδιφών και διέγραψε ευοίωνο το μέλλον της Κόπραινας. Η επαφή της, βορειοδυτικά, με τον εύφορο κάμπο της ¶ρτας της δίνει τη δυνατότητα οικονομικής στήριξης και προοπτική ανάκαμψης.
Η στέγαση και η λειτουργία του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του νομού ¶ρτας στα καλαίσθητα και ευρύχωρα αναπαλαιωμένα κτίρια του τελωνείου, αποτελεί ξεχωριστή προϋπόθεση αναθέρμανσης και αναζωογόνησης της περιοχής. Οι βάσεις και οι προϋποθέσεις λειτουργίας του Κέντρου Περιβαλλοντικής Αγωγής είναι άριστες και μαζί με τη λειτουργία πλούσιων και καλά οργανωμένων μουσείων με πλούσια εκθέματα της έμβιας ζωής του Αμβρακικού κόλπου, αποτελούν εγγύηση για την ανάκαμψη της γραφικής και ιστορικής Κόπραινας. Στα καλά οργανωμένα μουσεία του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Κόπραινας συμπεριλαμβάνεται και το μουσείο της κατοικίας του φαροφύλακα που στεγάζεται και λειτουργεί στο γραφικό φάρο της Κόπραινας και είναι εδραιωμένος στο ακρωτήρι της γλωσσόμορφης ξηράς προς το μέρος του Αμβρακικού Κόλπου.
Ονομασία: Η ονομασία «Κόπραινα ή Κόπρενα», σύμφωνα με την άποψη του Γιάννη Τσούτσινου, δικηγόρου και συγγραφέα, οφείλεται στο λευκό επίστρωμα αλατιού: «…γιατί η λέξη Κόπραινα είναι ξενική και απαντιέται σε όλα τα σερβοελληνικά λεξικά, παλαιά και νεότερα και σημαίνει κάτι αραχνοΰφαντο, κάλυμμα, πέπλο. Η Κόπραινα και η αμμώδης περιοχή της καλυπτόταν με στρώμα αλατιού και ήταν κατάλευκη, σαν να σκεπαζόταν με πέπλο». Σύμφωνα όμως με την άποψη της ομάδας συγγραφέων του βιβλίου με τίτλο: «Κομπότι, η γενέτειρα του Σκουφά και του Γεροστάθη» οφείλεται στην πολλή κοπριά που σώριαζαν εκεί τα πολλά βοϊδογέλαδα των Κομποταίων, οι οποίοι στάβλιζαν τα ζώα τους στην περιοχή αυτή. Είναι δε γνωστό ότι η Κόπραινα ανήκει στο Δήμο Κομποτίου και η περιοχή της από παλιά χρόνια συγκαταλεγόταν στην εδαφική έκταση του Κομποτίου.
Ιστορική αναδρομή: Το τοπωνύμιο Κόπραινα το απαντάμε στις αρχές του 14
ου μ.Χ. αιώνα μνημονεύτηκε για πρώτη φορά το έτος 1304, όταν ο Προβηγκιανός ιππότης Ραϋμούνδος και ο Ιωάννης, κόμης της Κεφαλληνίας
«κατήχθησαν» στο λιμάνι της Κόπραινας, για να πολεμήσουν «…την Παλαιολογίνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου…». ¶ρχισε ν’ αποκτάει ζωτική σημασία ύστερα από την απελευθέρωση της ¶ρτας το 1881. Η Κόπραινα έπαιξε το ρόλο σταθμού μεταφορών και επικοινωνίας. Ακόμα, σαν παραθαλάσσιο μέρος, παρουσίαζε και κάποια κοσμική ζωή, κατά τις διακοπές. Διανοίχτηκε και χαλικοστρώθηκε καρόδρομος από Ζούτου – Κόπραινας. Έγιναν τελωνειακές εγκαταστάσεις, αποβάθρα, γραφεία πρακτόρων και λιμενεργατών Κομποταίων. Έγινε καφενείο, εστιατόριο, ξενοδοχείο και εγκαταστάθηκε Αστυνομικός σταθμός. Τα πλοία που αγκυροβολούσαν στο λιμάνι ήταν το «Πέτρος» και το «Παίλαρος». Έδιναν πολλή δουλειά και δημιουργούσαν κίνηση και ζωή στους Κομποταίους, που ήταν κάτοικοι του λιμανιού. Μέχρι το 1940, το λιμάνι έσφυζε από οικονομική και εμπορική κίνηση. Μετά όμως το Β’ παγκόσμιο πόλεμο τα πράγματα άλλαξαν» τονίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο: «Το Κομπότι, η γενέτειρα του Σκουφά και του Γεροστάθη», σελ. 164-165.
Ο Γιάννης Τσούτσινος, δικηγόρος και ιστορικός συγγραφέας μας παρέχει την παρακάτω πληροφορία για την Κόπραινα: «Υποστηρίζεται λοιπόν πως στο μυχό του Αμβρακικού Κόλπου κατασεκύασαν οι Δωριείς, που κατέβηκαν από την Πίνδο, το στόλο τους – ίσως μόνο μία ομάδα των, οι Υλλείς – και από κει ξεκίνησαν για την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Στο μυχό του κόλπου βρίσκονται η σημερινή Κόπραινα και το σημερινό Μενίδι, θέσεις πλησιέστερες προς τις περιοχές της ¶ρτας, απ’ όπου προμηθεύονταν την κατάλληλη ξυλεία για τα πλοία (όπως ύστερα από αιώνες προμηθεύονταν από το λιμάνι της Κόπραινας οι Γάλλοι την ξυλεία για τον πολεμικό τους στόλο). Την άποψη για την κατασκευή του στόλου των Δωριέων στο μυχό του Αμβρακικού τη βρίσκουμε σε κείμενα του Franz Miltner “Die Dorische Wanderung” (Clio, 27, 1934, σελ. 54-58) κ.α. «Περιοδικό Σκουφάς» τ. 85, σελ. 49-52.
Ο μεγάλος σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Ντίνος Δημόπουλος, που γύρισε αξιολογότατα έργα στην Κόπραινα, μας περιγράφει σκηνές από την κίνηση του λιμανιού της Κόπραινας αρκετά ζωηρές κι εντυπωσιακές. «Το εμπόριο και η συγκοινωνία γινόταν με τα βαπόρια. Έτσι τρεις φορές τη βδομάδα έφτανε στο Κοχύλι (Κόπραινα) το βαπόρι από τον Πειραιά και γινόταν τότε χαλασμός στην προκυμαία. Οι βαρκάρηδες μπαίναν στις μεγάλες τους βάρκες, που ήταν φορτωμένες πατείς με πατώ σε με επιβάτες για Πρέβεζα, Λευκάδα και Πειραιά, κι έβγαιναν ανοιχτά να βρούνε το βαπόρι που είχε αγκυροβολήσει κάπως μακριά, γιατί δεν μπορούσε να πλευρίσει στο μόλο – το λιμανάκι ήταν ρηχό βλέπεις. Δίπλα στους βαρκάρηδες, οι μαουνιέρηδες έβαζαν τα δυνατά τους κι αυτοί να φτάσουν γρήγορα στο βαπόρι, μα οι μαούνες πήγαιναν αργά, γιατί ήταν παραφορτωμένες. Την ίδια στιγμή οι χαμάληδες στο μόλο έσερναν τα βαγονέτα τους πάνω στις ράγες να προλάβουν τα εμπορεύματα για την αποθήκη του τελωνείου, ενώ πιο κει, στο χωματόδρομο, τα κάρα κι οι σούστες περίμεναν στη σειρά να φορτώσουν. Και τα ζεμένα άλογα κούναγαν πέρα δώθε την ουρά τους να διώξουν τις αλογόμυγες. Κι ήταν κόσμος πολύς μαζεμένος στο μόλο, άλλος ν’ αποχαιρετήσει τους δικούς του, που φεύγαν, κι άλλος να καλωσορίσει όσους έρχονταν. Και φώναζαν οι χαμάληδες, καθώς σπρώχνανε τα βαγονέτα» Περιοδικό Σκουφάς, τχ. 72-73, τόμος Η, 1978, σελ. 3.
Η Κόπραινα το έτος 1927, με Διάταγμα (ΦΕΚ 76/1-4-1927), μετονομάστηκε σε Αλυκή από τη μεγάλη παραγωγή και το εμπόριο του αλατιού της, αλλά η ονομασία αυτή δεν επικράτησε, γρήγορα αποβλήθηκε και παρέμεινε η ονομασία «Κόπραινα».