Επιλογές 
Αρχική Σελίδα

Forum Πολιτών

Top 10
Αρχείο Ιστοριών
Ψηφοφορίες

Ανακτήσεις
Σύνδεσμοι

Συστήστε Μας
Επικοινωνία


Μενού Χρήστη 

Ποιός είναι Online 
Υπάρχουν επί του παρόντος 590 Επισκέπτης(ες) και 2 Μέλος(η) που είναι συνδεδεμένος(οι)

Είσαστε ανώνυμος χρήστης. Μπορείτε να εγγραφείτε πατώντας εδώ

Login 
Παρωνύμιο

Συνθηματικό

Δεν έχετε ακόμα Λογαριασμό; Μπορείτε να ανοίξτε ένα. Ως εγγεγραμμένος έχετε κάποιες επιπλέον δυνατότητες όπως διαχείριση θεμάτων, διαμόρφωση παρατηρήσεων και καταχώρηση παρατηρήσεων με τ'όνομα σας.

Αναζήτηση 



Νέα μέσω RSS 
Όλα τα νέα
Νέα του Δήμου
Γενικότερου Ενδιαφέροντος

Χρήσιμα Links 



Παλιά Άρθρα 
Παρασκευή, Μάιος 30
· Προκήρυξη για την κατάταξη Δοκίμων Υπαξ/κών στο Λιμενικό Σώμα
· Σε λειτουργία οι κάμερες ελέγχου ταχύτητας στην Εγνατία Οδό
Πέμπτη, Μάιος 15
· Εκδηλώσεις Τιμής και Μνήμης στον Ευεργέτη του Έθνους Κων. Γεροστάθη
Τρίτη, Μάιος 13
· Διοργάνωση ημερίδας στo Κ.Π.Ε. Αράχθου Άρτας
Τετάρτη, Απρίλιος 30
· Εκδηλώσεις προς τιμή και μνήμη του μεγάλου Φιλικού και Ευεργέτου Κων. Γεροστάθη
Παρασκευή, Μάρτιος 28
·
Σάββατο, Μάρτιος 08
· "Αιτήσεις στα προγράμματα Εκπαίδευσης Ενηλίκων"
· "Πρόσκληση"
· "Επείγουσα Ανακοίνωση"
Παρασκευή, Φεβρουάριος 21
· "Δελτίο Τύπου"
Τετάρτη, Φεβρουάριος 19
· "Ενημέρωση από τον Δήμαρχο για τα 3 έτη δημιουργικής πορείας"
· "Υλοποίηση του Έργου GRETA από τον Δήμο Νικολάου Σκουφά"
Τετάρτη, Φεβρουάριος 12
· "Συνάντηση της Β. Ευταξά με το Δήμαρχο Ν. Σκουφά"
Δευτέρα, Φεβρουάριος 03
· "Στήνουν τα μπλόκα τους σήμερα οι αγρότες"
· "Νέος ισχυρός σεισμός στην Κεφαλονιά"
· "Η Όλγα Γεροβασίλη υποψήφια στην Περιφέρεια Ηπείρου"
· "Εκτός οι ετεροδημότες από τις ευρωεκλογές"
Κυριακή, Ιανουάριος 26
· ΕΚΤΑΚΤΟ: Σεισμική δόνηση 5,7 στην Κεφαλλονιά
Σάββατο, Ιανουάριος 25
· AΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΟΜΠΟΤΑΙΩΝ: Γενική Συνέλευση
· ΙΟΝΙΑ ΟΔΟΣ: Ξεκίνησαν τα Έργα
· ΣΔΟΕ: "Λαβράκι στην Ήπειρο"
Παρασκευή, Ιανουάριος 24
· ΕΚΤΑΚΤΟ: "Ραγδαία επιδείνωση του καιρού"
· ΑΛ. ΚΑΧΡΙΜΑΝΗΣ: Δήλωση για τις Δημοτικές-Περιφερειακές Εκλογές"
· "Δημοπρατήσεις έργων στις Π.Ε. Άρτας"
· "Εξευτελιστική τιμή για τα πορτοκάλια της Άρτας"
· "Έλεγχος πτυχίων και πιστοποιητικών για τους εκπαιδευτικούς"
· ΑΡΤΑ: "Συνελήφθησαν τέσσερις γυναίκες για κλοπή χρυσών κοσμημάτων από σπίτι"
Κυριακή, Δεκέμβριος 29
· Ευχές
Παρασκευή, Δεκέμβριος 13
· Στα Καλάβρυτα ο Δήμαρχος Ευστάθιος Γιαννούλης
Παρασκευή, Νοέμβριος 22
· Πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου ορισμένου χρόνου

Παλαιότερα Αρθρα

Γλωσσικοί Θησαυροί (Σ-Ω)
Λεξιλόγιο Κομποτίου



Λάμπρου Απ. Τατσιόπουλου


Σ

Σάϊσμα : τραγομαλλίσιο στρωσίδι  ( σαγή: μάλλινο σκέπασμα αλόγου )
σαλάγιασμα : μετακίνηση κοπαδιού  ( σελαγάω – σελάσσω: ηχώ, κροτώ, βουΐζω )
σαλιβάρι : ατρακτοειδές ξυλάκι, εμπόδιο θηλάσματος κατσικιού ( σαλύγη: κίνηση ατρακτοειδής)
σαλός : ανόητος, ηλίθιος  (σαλός: μωρός, ηλίθιος)
σαμάρι : σάγμα αλόγου  (σαγμάριον: ίππος φορτηγός)
σάματις : μιά και το θέλει  (αματίς: άπαξ – μιά φορά)
σαούρα : ησυχία διάσωσις  (σαόω: σώζω)
σάταλα – πάταλα : αδύνατα, ασήμαντα, άπραγα, κωμικά  (πάττελλο: κωμικό)
σβώλι : σκληρό κομμάτι χώματος  (βώλος: μικρός όγκος γής)
σεία : βίαια απομάκρυνση  (σεία: έδιωξα)  «τον πήραν σεία»
σέϊ : πράγμα  (σείω: μετακινώ – σείσων  (σείω): πήλινο αγγειό)
σελάχι : φορητή θήκη ζώνης ανδρός γυαλιστερή  (σέλασμα: γυάλισμα)
σήττα : κόσκινο αλεύρου  (σήθω: κοσκινίζω)
σιάδι : αδυσκόλευτη σκέψη  (ισιάδι: ανοιχτός χώρος ) «αυτός το’ χει σιάδι»
σιαμουρλός : παρανοϊκός  ( μωρός : ανόητος )
σιαπατερλός : ανισόρροπος  (συμπατώ: καταπατάω όπου)
σιάπη : ρινικός κατάρρους ( πίνος: ρύπος, μύξα, ακαθαρσία)
σιαπράγκαλο : ελεύθερο εξάρτημα  ( απραγία: έλλειψη ενέργειας )
σίζανο :διαβολή, συκοφαντία  (ζιζάνιο: αίρα σιτηρών)
σιντζίμι : ψιλή μαλακή τριχιά  (συνδινέω – συνδίνι : περιδίνωμα, κουβάριασμα)
συμπιές : σύσκεψη ομοφωνίας  (συμπιέζω το νου)
σκαρφάλωμα : αναρρίχηση  (σκαρθμός  (σκαίρω): πήδημα, σκίρτημα)
σκατίλας : σκατοτσερλιασμένος (σκώρ,γεν. σκάτους: σκατό. Τίτλος: τσίρλα)
σκατό : κοπριά, ακαθαρσία  (σκώρ: αποπάτημα)
σκάνιασμα : κλαψούρισμα  (σκάνος: νεκρό σώμα, που φέρει συγκίνηση)
σκάσιμο : δραπέτευση, φυγή  (δρασκάζω:  δραπετεύω)
σκαπέτισμα :απομάκρυνση  (σκάπετος: υπέρβαση ορίου)
σκάρφη : φυτό ευθυμίας  (το φυτό ελλέβορος) «άστον αυτόν’ σκαρφίστηκε»
σκέλισμα : μαράζωμα, αρρώστεια  (σκέλλω: αποξηραίνω, μαραίνω, βασκαίνω)
σκερβελές : κακολόγος  (σκερβόλω: σκέρβολος: υβριστής, κακολόγος)
σκιάξιμο : εκφοβισμός  (σκιά : φάντασμα, σκιά νεκρού)
σκιπητάρι : αμαθής (σκίπων: ραβδί, μαγκούρα) «αυτός είναι ντίπ, ντζιουμάκι από μυαλό»
σκνίπα : τύφλα στο μεθύσι (σκνιπός : με αμυδρή όψη, τυφλός)
σκληνάρι : ξηρό (απόσκλημι : ξηραίνομαι) «τα κουκιά κακόψανα και το πετσί τους σκληνάρι»
σκλίδα : δεμάτι με ή χωρίς καρπό σίκαλης (σκέλλω : αποξηραίνω – σκλήμα)
σκόπι : ραβδί (κοπή : κτύπημα)
σκότωμα : θανάτωμα  (σκοτόω : φονεύω, σκοτίζω, τυφλώνω)
σκούλη : αντίθετο της κόψης εργαλείου  (σκώλον : κώλυμμα, εμπόριο)
σκουτιά : φορέματα (σκύτος : φόρεμα από κατεργασμένο δέρμα)
σκρούμπος : καρβουνιασμένα μαλλιά (ρόθος : αποκαΐδι που κουδουνίζει)
σκύφα : η μισή φλούδα κολοκυθιού απαλλαγμένη από τη σάρκα του  (σκύφος : ξυλοπότηρο αγρότη, καυκιά) «ωραίο καΐκι η σκύφα με πανιά»
σμπόρισμα : αστείο  (συναπορέομαι : συστοχάζομαι με απορία)
σούμπρο : το τέταρτο μέρος καρύδας  (συμφύω : συναναπτύσσω)
σουργούν(ι) : καταντρόπιασμα  (οργάω : εκδηλώνω επιθυμία συνουσίας)
σπάραμμα : μετακίνηση   (σπάραγμα : απόσπαση, τεμάχισμα)
σπειρί : εξάνθημα  (σπείρω : διασπείρω σπόρον)
σπουλάκι : ευγνωμοσύνη  (σπολά : στολή) «το ’χει σε σπουλάκι»: καμάρι
σταβάρι : μέρος αρότρου  ( ίστημι : - βάρος )
σταλίκωμα : ορθοστασία  (στάλιξ : πάσσαλος)
στέη : καλαμιά σίκαλης για στέγη καλύβας (στέγη : σκεπή)
στέρφο : στείρο, χωρίς παραγωγή (στέρφος : δέρμα) όμοιο : «ειν’ ένα τομάρι»
στόμωμα : πισογύρισμα κοπαδιού με την κλίτσα στα ρουθούνια  (στομόω)
στούρνισμα : «στρογγυλοκάθισμα» (στόρνυμι : ξαπλώνω κάτω)
στάλος : τόπος συνάθροισης ξεκούρασης κοπαδιών  (αλίζω : συνάγομαι σ’ ένα σώμα)
στραβός : στραβόβλεπος ή αλλοίθωρος ή τυφλός (στρέφω : γυρίζω τα μάτια)
στρύμωγμα : καταπίεση  (στρύμοξ : ξύλο έκθλιψης σταφυλιών)
στρύξη : στενόχωρη θέση  (στέργω : ανέχομαι)
στούμπι : χειροπιαστή σκληρή πέτρα κτυπήματος (στόμβος : βαρύς ήχος)
σύβα και λήβα : ελεεινή κατάσταση  (σύβαξ : χοίρος – ληβόλιτα : κοπριά)
συγκάθισμα : παρακίνηση σε λόγο  (συγκάθι : συνεδρία) «μη συγκαθιέσαι»
σύμπημα : συνδαύλιασμα φωτιάς  (συμψάω – συμπάω : περισυνάγω)
συναπάντημα : τυχαία συνάντηση  (συναπαντάω : έρχομαι την ίδια ώρα) «κακό συναπάντημα»
συνοικέσιο : συμφωνία γάμου  (συνοίκηση : συγκατοίκηση θυγατέρας)
συντρόφι : σώβρακο  (συντρόφιον ή συντρόφυλλον κατ’ ευφημισμόν)
σύρμου : γυναίκα κοσμική  (σύρξ : σάρκα «ήταν αυτή ένα κορμί» και συρμός: μόδα)
σφαγάρι : φάρυγκας  (ασφάγαρος : φάρυξ)
σφαϊό : κρυολογήματος και ρευματικός πόνος (σφαδάζω: ταράζομαι από πόνο)
σφιγμένος : τσιγκούνης, φιλάργυρος  (σφιγγία: πλεονεξία, φιλαργυρία)
σφούνι : σωλήνας κάναλης υδρόμυλου, συμπιεστής (σίφων: σωλήνας)
σφρουντζούλισμα : ρίψιμο αντικειμένου αχρήστου μακριά (σφαιροβόλισμα)
σχατόγηρος ή σκατόηρος : γέρος με το πόδι στον τάφο (εσχατόγηρος)

Τ
Τάϊο : προσπάθεια, σπρώξιμο  (τείνω – τάση: ώθηση)
ταλαγάν : ρούχο ξεφτισμένο, χωρίς υφάδι  (άγανος: σχιζάρι, ρετάλι)
ταμπλάς : ξαφνικό, δυσάρεστο  (ταβαλά: τύμπανα πολεμικά)
ταπανζιά : μέρος καραμπίνας  (τάπις – δάπις: στρώμα)
τάραχος : τρόμαγμα  (τάραχος: ταραχή) «τον κακό τ’ τον τάραχο»
τάτας : πατέρας (τατάς : πατέρας)
τέμπλα : ματέρι ίσιο (τέμνω: κόβω, πελεκάω)
τζίορα : ραβδί με όγκο στο ένα άκρο (ρά: ρίζα φυτού): ξερίζωμα)
τζιουμάκι : ραβδί μακρύ ακατέργαστο (ωμ – άχθη: βαρύ στη μεταφορά)
τζιούφλια : μάτια (ώφλια  (ώφα: βλέπω)
τύλωμα : πολυφαγίας πρήξιμο κοιλιάς τύλωμα: (σκληρό εξόγκωμα και θύμος)
τιμπλί : δοκάρι ακατέργαστο  (τείνω: ρέπω και πλείος πλήρης)
τρρρ! : φοβητσιάρη!  (τρέω: τρέχω φοβισμένος)
τραγαζίκα : δερμάτινο μικρό ασκί  (τράγος και θήκη)
τρανός : μεγάλος  (τρανεύομαι: διακρίνομαι)
τραπέτσι : πολύ ξυνό  (τραπητός: οίνος αψύς)
τρίμοιρος : τριπλός μισθός  «τον τσάκισε τον τρίμοιρο»: έμεινε άνεργος)
τροξός : απερίσκεπτος, βίαιος  (τρόχος: τρέξιμο, επιπολαιότητα)
τρύψαλα : τρίμματα  (δρύψελα: ξύσματα ή τρίμματα ξύλου δρυός)
τσαγκάδα : γίδα απορριχμένη με λίγο γάλα  (τόσο – αγάλαξ: δίχως γάλα)
τσάκνο : πολύ ψιλό ξυλαράκι, προσάναμμα  (τόσο – αχνό)
τσαντζάρωμα : εγωϊστικό φούσκωμα σώματος  (τόσο – αίρομαι)
τσαρπάλι : άρπαγας, τιποτένιος  (αρπαλίζω: αρπάζω με βία)
τσάρκος : κλούβα νεογέννητων κατσικιών (άρκυς: δίχτυ)
τσάχαλο : τρίμμα ξύλου, αχύρου  κ.ά.  (άχει – άχι: χορταράκι)
τσέρλα : υγρά κόπρανα  (τίλα: υγρό αποπάτημα)
τσέκλισμα : ξέσχισμα, κομμάτι ρούχου  (κλάω: αποκόπτω)
τσέρμιασμα : άναμμα, μούδιασμα  (σερμοί: «θερμοί»)  «άναψαν τα ποδάρια μου»
τσιαγούλι : σαγόνι – στόμα  (γνάθος: σιαγόνι) «κλείστ ο ’τσιαγούλι»)
τσιαμπάς : μαλλιά, του μετώπου στολίδι  (εμπάσσω: ποικίλω υφαντό)
τσιαπουρνιά : φαγωμένο κοντοπούρναρο  (απρινιά: φαγωμένο πουρνάρι)
τσιάτισμα : ταραχή διαφωνίας  (ατύζομαι: ταράσσομαι)
τσιατούρι : πρόχειρο καλυβοστέγαστρο
τσιατσιούλι : μικρό σακούλι, τροβαδάκι  (σόλος: πρόχειρο, ελλιπές)
τσιάφη : παγωμένη πρωϊνή δροσιά χλόης (αφεύω: καψαλίζω, τσουρουφλίζω)
τσιβάνι : κομμάτι πήλινου αγγείου  (συμβάλλω: βάλλω μαζί πράγματα)
τσιβίκι : στενό φόρεμα (βίκος: στενό ποτήρι)
τσίγγανος : δύσκολος στο φαΐ  (θιγγάνω: προσεγγίζω)
τσίκα : σπίθα φωτιάς  (αφίημι – αφήκα: απολύω, αφήνω)
τσιλιγκρός : αδύνατος, κοκκαλιάρης  (λυγρός: κακοπαθημένος, γερασμένος)
τσιλίπουρδα : έντερα χυμένα αηδιαστικά  (σίλη – πορδέω: χυδαιολογώ)
τσίντζα : ελάχιστο  (ζάω: ζώ) «νια τσίντζα ΄τι ψυχή έχει;»
τσιόκαλο : σπαστή πετρούλα από χτύπημα σφυριού  (κάλον: κομμάτι ξύλου)
τσιόκι : σφυρί χτίστου, χοντροκέφαλος,  (τύκος: οικοδομικό εργαλείο)
τσιόκος : τα γεννητικά ανδρός  (ωκίς: σκουλαρίκι) «να μ’ δείς τα κρεμαστήρια»
τσιότσιο : λίγο  (όσο – όσο : ελάχιστο όσο)
τσιουγκάνι : βραχώδης γκρεμός (άγκος: φαράγγι)
τσιουκάνι : κουδουνάκι χάλκινο πλακέ  (ηχάνι)
τσιούπι : άνοιγμα στέγης  (οπή: τρύπα καπνού στην οροφή)
τσιουρούτκο : ελλιπές (τσίρος: λιπόσαρκος)
τσίτσια : κάτουρα μωρού  (τίτθεν: το κάνω, γεννάω)
τσίτ! : φύγε, γάτα!  (σίζω: βγάζω ήχο συριστικό)
τσίτα : θυμωμένος  (σίζει: δοχείο, που βράζει, σφυρίζει) «ήταν τσίτα διαόλους!»
τσίπου!: έλα, γίδα! (σου είπα)
τσίτσι : κρέας  (τίτθη: τροφός με γυμνούς μαστούς)
τσιτσί : ούλο δοντιών  (τιτθίον: σκληρή θηλή)
τσιούκα : ψηλή βραχώδης κορυφή λόφου  (όκκος: οφθαλμός)
τσίτωμα : χόρτασμα  (σίτισσμα: τάγισμα)
τσπούρισμα : δείλιασμα  (πορ: ποδάρι) «τα τσπούρισε’ το ΄βαλε στα πόδια»
τσούτσουρο : ζωηρό  (σώς: άβλαβος, γερός και ώριος: νεαρός άνθος)
τύλωμα : φούσκωμα  οργής (τύλος: φούσκωμα) «ήσυχα μην τυλώνεσαι»
τφάν (ι) : ραγδαία βροχή με αέρα  (τυφών: λαίλαπα)

Υ
Ύββαλα : παράλογη συμφωνία  (υββάλω: υπερτίθεμαι) «τα ’καμαν ύββαλα»
ύψωμα : λειτουργιά, πρόσφορο ονομαστικής εορτής  (υψώνει με ευχές ο ιερέας)
ύψωση : κομμάτι αγιασμένου υψώματος για τον εορτάζοντα  (υψώνω : σηκώνω)
Φ
Φάγουσα : καρκίνος  (φαγέδαινα: καρκινώδες έλκος)
φάκλα : φλόγας ζέστη αποπνικτική  (φάω: λάμπω, φλογίζω)
φέλλου : χαλαρό πιάσιμο ή εξάρτηση  (φελλός): «το ’πιασε αποφέλλου»
φιλιρούδι  : ξέσχισμα, ρετάλι υφάσματος  (ράκος: σχισμένο ρούχο)
φλάτο : σελίνιασμα, κρίση λιποθυμίας  (φλάζω: διαρρήγνυμαι, ξεσχίζομαι)
φλέσυρο : ό,τι σύρει ο άνεμος ελαφρό  (φλέω: σύρω) «ένα σωρό φλέσυρα»
φλισιούρι : πληθώρα  (φλέω: έχω άφθονα υλικά)
φλώρο : λευκό, άσπρο χρώμα  (φλόμος: λευκή ασφάκα)
φνίκι : σκόρος ρούχων  (φθίνω: χάνομαι)
φοράδα : θηλυκός ίππος  (φοράς: φέρουσα καρπόν)
φουρδάκλα : φουσκάλα εγκαύματος  (δαίω: φλέγομαι)
φουσκί : κοπριά ζώων για λίπανση  (φυσκίον: κοπριά)
φριντζιάτο : τσιαρδάκι, δραγάτα,  (φρίσσω: κινούμαι με κυματισμούς)
φρούτα : κυματιστές κορδέλες φορέματος  (φρούδα: αδύνατα ν’ αντισταθούν στον αέρα)
φτέρνα : το πίσω και κάτω μέρος του ποδιού  (πτέρνα: φτέρνα, πάτημα)
φύσκα : παραγεμισμένο  (φύσκων: ο παχύς, ο κοιλαράς)  (φύσκη: φούσκα)
φύστα : μονόκανο εμπροστογεμές όπλο  (φύσκη: έντερο παραγεμισμένο)
φώκαλο : ανάλαφρο  (φώγανο: φρυγανιά)
φώρος : δημοσιότητα  (φώριον: απόδειξη πειστική ενοχής)  «βγήκαν στο φώρο»

Χ
Χα!, χα!, χα,…: χάσκω – χάχας  (χάσκαξ  (χάσκω) :: χάχας, χάσκων)
χάβδα : ζέσταμα με καμπύλωμα των ποδιών απάνω στη φωτιά (χαβός: καμπύλος)
χαβελές : ανυπόφορος λογάς  (χάβος: περιστόμιο)
χάβωμα : υποβολή αφωνίας  (χάβος: περιστόμιο, καπίστρι)
χαζός : άτολμος, αναποφάσιστος  (χάζομαι: υποχωρώ, υπείκω)
χαΐρι : προκοπή, καλωσύνη  (χάϊος: άνθρωπος αγαθός του παλιού καιρού)
χάκι : ικανοποίηση από το πάθημα κακοποιού  (χαίρω: είμαι ευχαριστημένος)
χαλέπιτο : ερείπιο, χάλασμα  (χαλεπότης: τραχύτητα, δύσβατο)
χάλεμμα : ζητιανιά  (χαλή:  παλάμη) «έμαθ’ ν’ απλών’ το χέρι»
χάλι : άσχημη κατάσταση, σκέψεις  (χαλίφρων: ελαφρόμυαλος) «είναι στα χάλια του»
χαλιάς : πλήθος χαλικιών  (χάλιξ: χαλίκια)
χαλίδια : υπολείμματα σταχυών αλωνίσματος  (χαλέπτω: καταθλίβω, κακοποιώ)
χαλκατσούκα : πρόχειρο καλύβι  (χάλι: χαλαρή και όκκος: μάτι)
χαμάδις : οπωρικά πεσμένα από τα δέντρα  (χαμάδις: χαμαί στο έδαφος)
χαντάρα : ζημιά φοβερή  (χαόω: ολοσχερώς καταστρέφομαι)
χασμουρητό : χασμούρημα  (χάσμη: χασμούρημα)
χασούρα : υπολείμματα κακοχειμωνιασμένων δημητριακών  (χάνομαι)
χατήρι : θέλημα, επιθυμία  (χάτις: επιθυμία)
χάψιμο : καταβρόχθιση  (ανάκαψις: καταβρόχθιση, χάψιμο)
χειμουνκό : καρπούζι, χυμονικό  (χυμίζω : κάνω κάτι εύχημο και γευστικό)
χειρουλάδι : χειρολαβή αλετριού  (χείρ: χέρι – και λαβή: χερούλι)
χειρόξλου : καυσόξυλο να πιάνεται στο χέρι όχι χοντρό (χείρ – ξύλον)
χειρούλι : λαβή που σκεπάζει όλη η παλάμη (χείρ: χέρι – ούλη : ολόκληρη)
χλαπαχλούπας : λαίμαργος  (λάπτω: πίνω με τη γλώσσα – αμάσητο)
χλάω : καταπίνω αμάσητο  (λάπτω)
χλέπι : σπόροι πεπονιού κολλημένοι στις θήκες του  (λεπάς: πεταλίδα κολλημένη σε πέτρα)
χλεμπόνιασμα : σπόροι πεπονιού σε παχύρευστο χυμό του  (λαπάς)
χλιάρι : κουτάλι φαγητού κοχλιάριον κόχλος – χουλιάρι)
χλιαρουλόγος : θήκη κουταλιών, χλιαρών  (κοχλιάριον και λόγος : προσήκουσα σχέσις συμμετρία)
χνέρι : κακοπάθημα  (χύνω και νερό : ψυχρολουσία, ξαφνικό)
χόβι : περίπτωση, φορά  (έχω και βή: φωνή βέλασμα)
χόχλασμα : ξεχείλισμα βρασμού  (καχλάζω:  υπερεκχειλίζω)
χούνη : λάκωμα έκτασης εξοχικής  (χώνη – χοάνη: χωνί)
χαχούτ(ι)σμα : κραυγές και κρότοι βοσκού σ’ εμφάνιση θηρίου (ωγμός: κραυγή)
χούμελι : όσπρια παραβρασμένα  (μέλδω: λειώνω, αναλύω)
χουσμάρι : είδος τηγανίτας  (χούς – (χέω): χύνω και ζυμάρι)
χρούσπα : κοίλωμα, γούβα  (χράω ή χραύω: επιξύω και σπέος: σπήλαιο)
χτένα : χτένι μεγάλο  (κτείς: χτένι)
χτικιό : φθισικό  (φθίω: μαραίνομαι, χάνομαι)
χυμηξιά : επίθεση οργής  (χώομαι: οργίζομαι εναντίον του)

Ψ
Ψάθα : στρώμα ψάθινο  (ψίαθος: πλέγμα με βούρλα ή σχοινιά)
ψαλίδι : δοκάρι πλαγιαστό στέγης (ψαλιδόω: σχηματίζω αψίδα)
ψάνα : χλωροψημένα στάχυα σιταριού  (ψίνομαι: απορρίπτω άγουρο καρπό)
ψαρής : άλογο αρσενικό καφέστικτο  (ψάρ: κατάστικτος φαιός ίππος)
ψάχαλο : πάρα πολύ μικρό  (ψάκαλον: νεογνόν ζώον)
ψηλομύτα : ακατάδεκτη, υψηλόφρων  (μήτις: σοφός, πανούργος και ψηλά – μύτη)
ψηφί : ικανός  (ψηφάς: οφθαλμοπλάνος, γόης) «ήταν αυτός ένα ψηφί!»
ψίχα : τρίμμα ψωμιού  (ψίξ: τροφή)
ψίδι : ξύσμα δερμάτινης ζώνης  (ψήγμα: τρίμμα) «κόπηκες ; βάλε ψίδι»
ψώμωμα : ωρίμασμα καρπού  (ψωμί)










Copyright © από www.kompoti.gr All Right Reserved.

Δημοσιοποίηση σε: 2008-04-08 (4246 το έχουν διαβάσει)

[ Προηγούμενο ]




© 2004 - 2013, kompoti.gr - ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Σχεδιασμός website : QNS

PHP-Nuke Copyright © 2005 by Francisco Burzi. This is free software, and you may redistribute it under the GPL. PHP-Nuke comes with absolutely no warranty, for details, see the license.
Αναπαραγωγή Σελίδας: 0.06 Δευτερόλεπτα