Λεξιλόγιο Κομποτίου
Λάμπρου Απ. Τατσιόπουλου
Α
Aά – αά : χουχούλιασμα ( αάζω : εκπέμπω θερμή αναπνοή )
αάτ! : μη αυτό! ( αάατος : βλαβερός , απαραβίαστος )
αγκώτ (η) : μπαρούτη πυροδότησης όπλου ( άγω και ζωή : ζωντανεύω με φωτιά )
άει : πήγαινε! (άγω) «άει στο καλό!» (προφ. ά(γ)ει)
αγκοχή : γωνία ή κορυφή στερεού κοφτερή ( ακαχμένος : με οξεία ακμή)
αγλέουρας : τρελλοφαγία ( ελλέβορος ή σκάρφη ή αγλέουρας , φυτό ευθυμίας και βουλιμίας , θεραπευτικό μελαγχολίας . «έφαγε τον αγλέουρα».
άζαπος : ζημιάρης ακράτητος ( αζάτη : ελευθερία )
αθερόστομος : κακολόγος ( αθερές : ανόητο, ανόσιο )
αλάνι : περιπλανώμενος ( αλαίνω : αλάομαι : περιπλανώμαι )
αλάνταβος : βίαιος ( άλλως – άπτω )
αλικότισμα: εμπόδισμα ( α-λήξη )
αλμπασία : ενόχληση ( αλάμπετος: σκοτάδι ) «αλμπασία είναι με τις φωνές τους»
άμπλας : αναβρυσικό ποταμιού ( αμπλάκημα: πλάνη, ξεγέλασμα )
άμπουχμα : σπρώξιμο ( αμπώθω ) «μια αμπουξιά, κι κάτ΄»
άμουρος : άφαντος ( άμμορος : αμέτοχος )
αμούντ : εξαφανισμένος ( αμού : κάπου αλλού )
ανάκαρο : δύναμη ανόρθρωσης σώματος ( ανάκαρ (κάρα) : σήκωμα κεφαλιού.
ανάσα : αναπνοή ( άω : πνέω ) εκούσια ( ανασθμαίνω : αναπνέω θεληματικά )
αντάμα : μαζί, συντροφία (αντάω : συναντάω κάποιον – κάτι) «αντάμα παν΄»
ανταίτι : συνήθεια, ανταπόδοση ( αντατέω: ζητάω αντάλλαγμα )
αντείκιασμα : τυφλή σκόπευση, εύρεση (αντεικάζω : παρομοιάζω)
άντεσμα : μπλέξιμο ( α – έσις : άφεση)
αντίτωπος : ίδιος στην όψη ( ωψ – όψις : μάτι )
άξ(ι)φος : δυσκολοφάγωτο ( άγω – άξομαι ) « φαρμάκι κι άξφος το ψωμί του»
απόπατος : κοπρώνας (αποπατέω ή αφοδεύω : πηγαίνω πέρα από το δρόμο για σωματική ανάγκη )
απούμωμα : δυσκολία αναπνοής (πώμα)
απουκούμπι : στήριγμα ( αποκόμπιο : βαλλάντιο, πορτοφόλι )
αρβάλι : λαβή χύτρας ( αίρω και βάζω : σηκώνω και τοποθετώ)
ασί(γ)ηστο : θορυβοποιό ( ασίγητο : ασταμάτητο σε θόρυβο και φωνές )
ασκέρι : ανεξάρτητο απόσπασμα στρατού ( διασκαίρω : τινάσσομαι έξω σαν ψάρι )
άστε ντου : έτσι θέλω ( στέγω – άστεκτος : αφόρητος, αβάστακτος )
άτσαλος : αταχτοποίητος – ακάθαρτος ( ατάσθαλος )
ατσίδας : έξυπνος, δραστήριος ( ασίδας : πελαργός )
ατόφιο : ακέραιο ( α – τοφιών : λίθος συμπαγής, όχι πορώλιθος )
αχαμνά : στενόχωρα ( αχανές : στενό άνοιγμα )
Β
Βάισμα: γύρισμα, κλίση (βάλλισμα: παλινδρομική κλίση)
βιζίλα: μοχλός (βύζη: στενόχωρο πίεσμα)
βίραγκας: λίμνασμα νερού βαθύ (ποταμιού) (βίρρος: βαθυσκέπαστος)
βιργιάν (ι): ξέφραγο, ελεύθερο, απροστάτευτο (βέρρης: φυγάς – γίνομαι)
βλάρι: μονοκόμματο ύφασμα (βλαστάνω)
βλυσίδα: βρύση θησαυρού (βλύζω – αναβλύζω)
βολιός: κοπρώνας (βολεών: σωρός κοπριάς)
βολίμι: μολύβι (βόλιμος : μόλυβδος)
βούζωμα: άρνηση μετακίνησης (βουζώνω – αρχ. Ιζάνω: κατακαθίζω)
βούρλο: φυτό όμοιο με σχοινί (βρύλλο : σπάρτο)
βρίζα: σιτηρό (βρίζα: σίκαλη)
βρος: βαθύ λίμνασμα ποταμιού (βρύχα: βάθος και βρόχα: ρουφήχτρα)
βρώμα: βρωμιά (βρώμος: δυσωδία)
βρώμη: σιτηρό (βρόμος: βρώμη)
Γ
Γαβριάς: φαντασμένος, παλληκαράς (αγαυρίασμα : θρασύτητα, αναίδεια)
γαζέπ (ι): βροχή καταρρακτώδης (γάζα: θησαυρός)
γάνωμα: κασσιτερωμένο αγγείο (Δανός: λαμπρότητα, στιλπνότητα)
ψαύσε: καμπούριασε (σαν τιμωρία αμαρτωλού) (Γαύδος : κυρτός )
γαραφένιο: ολοκάθαρο (για τ’αράφι – ράφι: άραρα: αραδιασμένα στον τοίχο)
γάστρα: κύλη ψηστιέρα εστίας ( γάστρα: κύλη- κοιλιά αγγείου)
γίδα: αίγα (αιγίδιο: κατσίκι)
γιωμένο: οξυδωμένο (ιομένο: δηλητηριασμένο)
γκαΐδός: αλλοίθωρος (αΐδής : θαμπός στην όραση)
γκάνιασμα: κλάμα μωρού αδιάκοπο (ανιάζω: θλίβομαι, αισθάνομαι ανία)
γκεζέρισμα: άσκοπος περίπατος (για – γύρισμα, περιφορά)
γκέου: χοντρή γυναίκα (απογκέω : εξογκούμαι) «ένα λεπτό το σκόρδο, γκέου»
γκέψιμο: βούτηγμα ψωμιού σε λάδι (εγγίζω)
γκιμμένος: άρρωστος (εγγυιόω : εκτείνω τα μέλη μου – ξαπλώνω κάτω)
γκλόπα: ζημιά αδικίας (λοπίζω : ξεφλουδίζω) «με γκλόπιασε ο κερατάς με ξεφλούδισε»
γκότσι: πείσμωμα (κότος : οργή) «άσε τον΄ τον έχει γκότσι τώρα »
γκούρλισμα: φωνές πεινασμένου γουρουνιού (γρυλισμός: γρύλλισμα χοίρου)
γκουσομάνισμα: φούσκωμα στο τρέξιμο (όγκος : φούσκωμα)
γκρίντζιαλος: εριστικός (γρύζω: ξύλινος οδηγός με ραβδώσεις)
γρατσιουνιά: ονυχοξύσιμο (γράστη: αμυχή)
γραίνω: ξανοίγω μαλλιά προβάτου (γράω: κατατρώγω)
γρουμπούλι: σκληρή στρογγυλή πέτρα (γρόνθος: λίθος προέχων του τοίχου)
γρούσπα: λάκκος (γρόφω: ορύττω, σκάβω)
γρύλλια: χωρίς ζουμί βραστά φασόλια (γρυ: απλό)
γούπατο: βαθύ λάκκωμα (γάποτος : τον καταπίνει η γη)
γούρνα: λάκκος γης (γρώνος κοίλος)
Δ
Δαυλί: αναμμένο ή σβησμένο ξύλο (δαλός: κομμάτι φλεγόμενου ξύλου)
διασίδι: υφαντό (διάζομαι: τακτοποιώ το στημόνι για τον αργαλειό)
δικριάνι: γεωργικό εργαλείο δίκρανο: με δυο δόντια)
δίμιτο: υφαντό με διπλό μίτωμα (μίτος: κλώστη)
δρεπάνι: γεωργικό εργαλείο θερισμού (δρέπω: συλλέγω και κόβω)
δυαγούμισμα: καταλήστευση – κλοπή (δυάω – δύη: βάρος οδύνης , δυστυχία)
δώλιος: δούλος , κακομοίρης (δώλα: δούλη) «η δώλια η μάννα»
Ε
Εγώ δα: εγώ είμαι σε θέση (εγώ οίδα (εγώδα): εγώ ξέρω)
εξώλης και προώλης: παλιάνθρωπος (εξώλης: βδελυρός- προώλης: χαμένος)
Z
Ζάβατο : πυκνόλογγος (από ζώα άβατο: απάτητο)
ζαβουλιάρης : διαβολέας (ζαβάλλω : διαβάλλω)
ζαγκάνισμα : παλινδρομική κίνηση σε κάθισμα (για κίνηση)
ζαμπλάκα : κρυολόγημα (αμπλάκημα : πάθημα , αμάρτημα)
ζάρκος : γυμνός (σάρκα : κρέας )
ζγαντζίκι : ανάποδο παιδί – δύστροπο ( γάντζος )
ζερβοχέρης : αριστεροχέρης (ζερβός : ανάποδος – από το έρεβος : σκοτάδι)
ζιακάτισμα : ενοχλητικό κέντημα ( άκανθα : αγκάθι )
ζιάβρακας : ισχνός (ζαβρός : πολυφαγάς) «τρώει, τρώει κι δεν παχαίνει»
ζιόγκος : φούσκωμα, πρήξιμο (όγκος)
ζιχλιμοίρης : αρρωστιάρης, κλαψομοίρης (θλίψη – μοίρα)
ζ (ου) λαπ (ι) : αγρίμι (ζώο – λάπτω : ρουφώ αίμα)
ζμπόρισμα : αστείο (πόριμος (πόρος): ο δυνάμενος να επινοήσει – επινόημα)
ζούδ (ι) : ζωάκι (ζωΐδιο : μικρό ζώο)
ζούφιο : σκοτεινό (ζόφος : σκοτάδι) « ζούφια μέρα σήμερα»
ζώντοβολο : ζώο άβουλο – γαϊδούρι (βόλομαι ή βούλομαι : εννοώ, θέλω επιθυμώ)
Θ
Θράκα : ανθρακιά (άνθρακας : κάρβουνο) και «τον έβγαλαν θράκα» μισοπεθαμένο
θράσιο : νερό πόσιμο σε αγγεία ύστερα από κηδεία νεκρού (δωρ. θνάσιο : θανης)
θράσιος : πεθαμένος ξαφνικά ή σκοτωμένος (θνάσιος – θνήσκω – θνάσκω : πεθαίνω)
Κ
Καείπωμα : εξαφάνιση (καν – είπω: δεν το αναφέρω, το κρατάω μυστικό)
κακόψανα : κακόβραστα (κουκιά) (άψανα κουκιά: δυσκολόβραστα)
κάκω : θεία (κακανέω: ακονίζω ψυχές μικρών παιδίων)
καλοσκαίρισμα : απόλαυση φρούτων από τα πρώτα ώριμα (καλό – καιρό)
κανταρέλλα : σειρά, ομάδα ζώων (καντάρι: στατήρας) «καντάριασέ τα»
καπέτα : αναδίπλωση μαλλιών κεφαλιού (πέτασος: καπελωτός)
καπτσάρ (ι) : ακόλουθος (άπτω – σείρω) «δεν ξεκολλάει από κοντά μου – καπτσάρ»
καρίκωμα : σφίξιμο λαιμού (καριόω: σκοτώνω)
καρκάνιασμα : ξεροψήσιμο – αποπληξία (κάρα – ανία και κάρβουνο – καίω)
καρύκι : αλευρομύλου καρποθήκη (καρυκάζω: ταρακουνάω)
κασάρι : γεωργικό εργαλείο κοπής χόρτων (καθαίρω: καθαρίζω)
καστραβέτσι : αγγούρι (στραβαλός : στρογγυλόπαχος)
καχρυμάνης : έκπληκτος από περιστατικό (καχρύω: συγχέω)
κέσσι : σφαγή (διακεάζω: κόβω στα δυο, διασχίζω)
κλούφι : θήκη (κελύφι: θήκη)
κόθρος : περίγυρος – πλαίσιο κόσκινου ή ψωμιού (καθοράω: βλέπω ολόγυρα)
κόκο : αυγό κόττας (κόκκος και κο, κο, κο της φωνής της κόττας)
κολλιάντζα : λιποσαρκία αρρώστιας (κολλάω: κόλλημα κοιλιάς)
κότημα : τόλμημα (κοτίκας: κόκκορας) «αν τ’ κουτάει, ας καν’ τον κόκκορα»
κορδυλάκι : αποφυγή, απόκρυψη (εγκορδυλέω: περιτυλλίσω, σκεπάζω)
κορύτος : πέτρινο στρογγυλό νεροδοχείο ζώων (κορύτη: κρανίο κεφαλιού)
κοτρώνι : βράχος (κοθόρνι: ψηλός όγκος)
κότσιαλο : σπερματοθήκη καλαμποκιάς (βότσαλο)
κουκουμέλα : μανιτάρι (κούκι – μέλι: καρυδόσχημη κηρήθρα)
κούμπλο : κορόμηλο (κούκι – μήλο: μήλο με κουκούτσι)
κουντούρι : τμήμα κορμού δένδρου ή δεμάτι μεγάλο σιτηρών (κοντός – τέμνω)
κούντρισμα : κεφαλοπάλαιμα κριαριών – τράγων – βοδιών (εγκορύπτω: κουντρίζω)
κούπα : σύντομα – κατ’ ευθείαν (κόπτω: συντομεύω) «το ΄κοψε κούπα»
κουρκοκέφαλο : κορυφή κεφαλιού (κουρίξ: άκρη κόμης και κεφαλή)
κουρκούτι : αλευρόκρεμα (κούρος: παιδί και κόρος χορτασιά)
κούρνια : κοτέτσι (κοτοθέσι) (όρνις: πτηνό)
κουσή : τρεχάλα (ώσις – ωθίζω: ορμή)
κούσιαλο : γέρος (σίελος: σάλια) «του πέφτουν τα σάλια»
κουτέλι : τεμπελόσκυλο (και όλο θέλει)
κοφίνα :καλαμόπλεκτη η βεργόπλεκτη αποθήκη (κόφινος: κοφίνι)
κραμποκούκι : ψωμί καλαμποκίσιο ψημένο σε ανθρακιά μέσα σε φύλλα κράμβης
κριτσανίδα :τραγανιστό ψωμί (στο μάσημα ακούεται το κριτς, κριτς)
κριτσίλωμα : αναδίπλωση (κυρτός και ήλος: γυριστό καρφί)
κρούπα : μεθύσι (κραιπάλη: βαρύ μεθύσι)
κτσιούμπι : μοναχικό κούτσορο δέντρου αποκλαδωμένο (κουτσός – εμποιώ)
Λ
Λαβούρα : ξάφνιασμα τρόμου (λάβρος: ταραχώδης)
λαγαρό : διαυγές, κρυστάλλινο (γαργαίρω – γάργαρο: βρύω – βρυσίσιο, διαυγές)
λάγκεμα : ταραχή από φόβο (λας: λίθος και άγχων: δήμιος), απολίθωμα τρόμου
λάγκεμα : ταραχή από φόβο (λαγκία: λόγχη)
λαγκιόλι : τριγωνικό τμήμα φουστανέλλας (λαγκία: λόγχη) «φουστανέλλας με δυο μάνες και σαράντα δυο λαγκιόλια».
λαγούμι : ανάσκαμμα λάκκου (λαγός και όμοιο: λαγοφωλιά)
λαλαγκίδα : ψωμί ζυμωμένο με λάδι (λάδι και εγκρίδα: τηγανίτα)
λακνιά : κοπάδι σε λάκκα «μια λακνιά παιδιά»
λακριντί : ψιλοκουβέντα (όλο και κραίνω: διηγούμαι αδιάκοπα)
λά’ι’ασμα: ακινησία (απολα΄ι΄ζομαι: απολιθώνομαι)
λαντζόνι: παχύ, στρουμπουλό σαν γυαλιστερή πέτρα, ζηλευτό (λας: πέτρα-λάζομαι: αρπάζω) «ένα άλογο λαντζόνι, να το πάρεις και να φύγεις )
λάρωμα: σιωπή (λαρός: μελωδικός) «λάρωσε το μωρό σιγομελωδίζει»
λασκάρισμα:απομάκρυνση με φωνές (λάσκω: κραυγάζω, διαλαλώ) «πάει λασκάρισε αυτός».
λάστρα: υαλοπίνακας , τζάμι (λάω: βλέπω)
λάου – λάου: με σκυφτό βάδισμα, βλέποντας ερευνητικά (λάω: βλέπω)
λέρα: βρωμιά, απλυσιά (λίρος: αισχρός, βρωμιάρης )
λέσιο: ψοφίμι (ηλέσιο: κάτω στον ήλιο, πεταγμένο)
λέτσιος: κουρελιάρης (λάω : βλέπω- γύμνια)
λιακατσέρι: λιανόπαιδο, νήπιο (διά και σέρει: ακολουθεί πιασμένο)
λιάτα: μεγάλο τσεκούρι (λίαν – τάνα: πολύ κοφτερή)
λιάτερο: νήπιο ισχνό (λίαν καιάταιρι : δεν έχει το όμοιό του)
λιγένι: λεκάνη μετάλλινη (λιγαίνω: κάμνω να ηχήσει)
λίγδα: κηλίδα λαδιού , λίπους (λίγο- οίδα: διακρίνω, βλέπω)
λίλια: στολίδια (λιλαίομαι: πολυζηλεύω)
λίμπα ή λήμπα: πήλινο βαθύ πιάτο φαγητού (λήμμα: λήψη ,χώρος)
λίμπα: αρχίδια (λιμπίζομαι: ζηλεύω)
λιούγκρισμα: δυσκολόβλεμμα (ήλιος – διακρίνω)
λίχνισμα: ξανέμισμα σιτηρών (αναλικμάω: αποχωρίζω τ’ άχυρο από το σιτάρι)
λόθρα: πρόκα κοντή χοντροκέφαλη πέλματος (σόλας) τσαρουχιών (ηλάθρα)
λό΄ι΄δο: ολίγα μαλλιά (ολόπτω: αποσπώ, τίλλω)
λόστος: πάσσαλος σιδερένιος ανοίγματος οπής στη γή (όλος – ώσις: σπρώξιμο)
λουβί: σκελίδι σκόρδου (λοβόουμαι: διαιρούμαι σε λοβούς)
λουμάκι: ραβδί ίσιο, βλαστάρι (ύλημα : καλάμι ίσιο)
λούμπα: λάκκος γεμάτος νερό (λούμα : νερό)
λούρα: ξύλινο ίσιο ραβδί- λούρος: μακρύ ραβδί ( λωρίζω: μαστίζω, δέρνω)
λούτιασμα: Απόπλυση εγκεφάλου (αλλοτρίασμα: αλλαγή σκέψης)
λούτσα: λουτρό γουρουνιού, λασπώνερο (λούσις : λούσιμο)
λύγκιασμα: λόξυγκας (λύγξ: λυγμός)
λυσιά: στρώμα πλεχτώ σε ξύλινους πασσάλους με βέργες λυγιάς (λύω)
λάχνιασμα: ταραχή υπνωμένου (λαχνήεις : όψη τριχωτού, μαλλιαρού)
λιάκατα: έξω χυμένα εντόσθια σχισμένης κοιλίας ζώου (ήλιος – κάτω)
λάγγεμα: υποχώρηση από φόβο (λαγγάζω: υποχωρώ)
Copyright © από www.kompoti.gr All Right Reserved.