Λεξιλόγιο Κομποτίου
Λάμπρου Απ. Τατσιόπουλου
Μ
Μάγκανος: γεωργικό ξύλινο εργαλείο εξαγωγής ινών λιναριού (μάγγανο: μηχανή)
μαγκλάβισμα: θηλασμός με κλάμα ( μαγάδισμα: φλογέρας ήχος οξύς- βαρύς)
μαγκούρα: Ραβδί ξύλινο με καμπυλωτή λαβή (μακκούρα: ραβδί διχαλωτό)
μαζγάλι: στενή θυρίδα τοίχου (μασχάλη : κοίλωμα κάτω από βλαστό)
μακαβάς: παχύ φύλλο χαρτιού (άβαξ: πλάκα, σανίδα)
μανάρι: οικόσιτο ζώο , θρεφτάρι, απομεμονωμένο από το κοπάδι (μενάρι- μάννα)
μάνταλος: πορτοπαράθυρου (μάνδαλος; ασφάλιστρο)
μαντάνι: εργαστήρι ρούχων νερόμυλου (μανιάω: μαίνομαι και τύνω: απλώνω)
μαξούμι: νήπιο ( μυξούμι: μυξιάρικο – άπραγο)
μάρα : καημός ( μαραίνω: μαραζώνω και «άρα – μάρα»: κακοτυχία )
μάτσιασμα : σύνθλιψη ( μάζιασμα: συμπίεση )
μαύλισμα : κάλεσμα ζώου ( μαύλη: ξεγέλασμα ) « μαύλισε το σκυλί »
μελίστα : σχιστολιθιά – ρίπα ( μελίζω: διαιρώ και μέλι – χρώμα μελιού )
μερμήρης : άπραγος – αδιάφορος ( αμερμηρεί: αμέριμνα – αδιάφορα )
μιλέτ (ι) : γένος, που γίνεται λόγος γι΄ αυτό ( μιλώ: κάνω λόγο)
μίμι : πόνος – πονίδι (μη! μη!: πονάω) «έχει μίμι το παιδί»
μόκα : μούχλα ( μύκης: μανιτάρι )
μόλσα : ακόλουθος ανεπιθύμητος ( μόλσα: παραφυάδα )
μουζής : κλαψιάρης (οιμώζω: θρηνώ)
μούκακας : σιωπηλός – χλευαστής (μωκάομαι: χλευάζω, περιγελώ)
μουραπάς : αστείο, χαζόλογο (μωρόν – έπος: χαζόλογα)
μούργα : κατακάθι λαδιού (αμόργη: τρυγία ελαίου)
μούσκλο : βρύο (όμοιο χλόης: χλοερό)
μουτλάκ : αναβολή (μότι λάχει – λαγχάνω: πετυχαίνω)
μόχαλο : πέτρα αποκομμένη (μόγος: μόχθος – χαλάω: χαλαρώνω)
μπαζίνα : καλαμποκίσια κουρκούτη (μπάζω (εμβάζω): γεμίζω κενό χώρο (κοιλιά)
μπάκα :χολή – στενοχώρια (μπάκα: κοιλιά – εμβάζω: γεμίζω) «μόσκασε τ΄ μπάκα»
μπακίρι : πεπόνι (το χρώμα του όμοιο του χαλκού (κ. μπακίρι)
μπάλιος : ίππος πυρόχρωμος (άλιος: δωρ. ήλιος)
μπάντζιος : τυροκόμος (εμβάπτω: βουτάω σ΄ αρμύρα – ζειά: ασπροζύμωτη μάζα)
μπαστί : νόθο παιδί (εμβάλλω – εμβολή: εμβόλιο, μπόλι)
μπαχλάτισμα : άστοχες φωνές (εμβαίνω: προβαίνω – αχλύς: ομίχλη)
μπιρμπέκι :σταχυολόγημα (παίρνω: μαζεύω – πέκω: χτενίζω – θερισμένο χωράφι)
μπλάθρι : επιβάρυνση προστατευόμενου (πλάθανο: πλαστήρι σκαφιδιού)
μπλάνα : βώλος γής χωραφιού οργωμένου (πλάνη: περιπλάνηση)
μπλάνη : ροκάνη ξυλουργού (πλάνη:περιπλάνηση)
μπλαντζούνι : κακόπλαστο (πλανάω: πράττω κάτι άτακτα ή αλόγιστα)
μπλάτσιασμα : τυχαία συνάντηση (πλατιάζω: πλησιάζω)
μπλέτσι : γυμνό (πέλομαι κινούμαι μπροστά στον κόσμο – έτσι γυμνός)
μπλιώρι : ενός έτους αρνοκάτσικο (εμβαίνω – ώρα: ωριμάζω)
μπούγλα : λευκοσιδερένιο δοχείο υγρών μικρό (εμβάλλω: ρίχνω μέσα – υγρά)
μπουγνάρι : άκρη φορέματος (όπου – χνάρι: κάτω άκρη)
μπούζα : παρόχθια πρόσχωση χωραφιού (εμβάλλω: ρίχνω – ζα: γή)
μπούλια: φασόλια βρασμένα χωρίς ζουμί (εμβάλλω: ρίχνω – πολιά: άσπρα)
μπούμπα : ψείρα
μπούνα : μούρο, συκάμινο
μπουνοβιά : πρω΄ι΄μιά σιτηρών (μπαίνω με βιά)
μπούρμπουλας : κατσαρίδα, κάνθαρος (ούλος, ολοός: καταστρεπτικός)
μπουρμπούλι : κεφαλομάντηλο δεμένο με το πρόσωπο ακάλυπτο (πέριξ – πολιάς)
μπουσούλισμα : μετακίνηση μωρού με χέρια και πόδια (μπούσουλας: πυξίδα)
μπούτσκιασμα : αρρώστια μούρης γιδιού (εμβάλλω: ρίχνω και σκιά: ίσκιωμα)
μπούτσι : αποστραγγιστικός νεραύλακας χωραφιών (έμποτος (εμπίνω): πότιμος)
μπρουστλίνα : φουστάνι στο ανάστημα νηπίου (εμπρός και τύλη: εξόγκωμα – φάρδος)
μπυβός : πυροδοτήρας όπλου ( πυγός: τα οπίσθια)
μσουβέτσικο : λειψό φόρεμα (μισή – εσθήτα: ένδυμα)
μπσισκό : η μέση του σώματός μας (μέση: οσφύς – ισχίον: γοφός)
μυξίτι : σπειρί, δοθηίνας (μύξα: βλέννα – πύον)
Ν
Νείλα: κακοπάθημα , στενοχώρια (ανειλέω: στενοχωρώ)
νηρό: νερό (νηρός: ύδωρ φρέσκο πηγής – νηρηίς )
νιάξιμο: στενόχωρο κλάμα μωρού (ανιάζω: θλίβομαι- διανιάομαι: στενοχωρούμαι)
νιφάδες χιονιού: χιονόπτωσης κρύσταλλοι (νίφω: σιγοχιόνισμα)
ντεργιέμαι: δυσκολεύομαι να το δηλώσω (αντερώ: αντιλέγω)
ντάκα: σχιζάρι ξύλου (δίχα: χωριστά στα δυό)
ντακλιά: κλοτσιά κυλήματος (δα: πολύ- κυλίω)
ντιρέκ(ι): πεσμένος απλωτός κάτω (δηρός: πάρα πολύ μακρύς)
ντόσσα: γυναίκα αποπλανημένη, ανήθικη (ενδίδω: καταφέρομαι)
ντράβαλο: θόρυβος (τραλίζομαι: βασανίζομαι – Τράλλεις)
ντρόχαλο: λιθάρι ( τροχαλός : στρογγυλό γυαλιστερό λιθάρι)
Ξ
Ξαίνω: ξανοίγω μαλλιά (ξάνω)
ξανάγκρισμα: υπενθύμιση, παρακίνηση (ξανά- γρύτη- εκγρυτεύω: αναζητώ παλιά)
ξεδοκίμι: υπέροχο (φαντάζομαι πέρα από την πραγματικότητα: δοκέω)
ξεραθύμισμα: απόλαυση επιθυμητού ( εκ-ραθυμία: επιθυμία, διασκέδαση)
ξεθάλι: ξύλο συνδαυλίσματος φούρνου (εκ- αιθάλη)
ξιμουτόχ: σκόπημα (εις- μόνο- το – έχει: ένα έχει στο νου)
ξιμπλέτσωμα: απογύμνωση ( πέλομαι- έτσι: κινούμαι όπως με βλέπετε – γυμνό)
ξιντόρκημα: ανυπακοή (Τούρκου αδιαντροπιά)
ξιππασμένος: χαμερπής (ξιππάζω: κατεβάζω τον ιππέα)
ξοίκι: αφανισμός (οίκος : σπίτι και εκ: μακριά)
ξόμπλι: σχέδιο κεντήματος (εξ- ομοίου- πλοκή: έργο φυσικό ή φαντασία)
ξουλλύμκο: αρρωστιάρικο ( όλλυμι: χάνομαι, πεθαίνω)
ξύφαση: τέλος (εξύφανση: τελείωμα υφαντού) «απ’αρχή ως ξύφαση»
Ο
Ο΄ι΄δίζω: ομοιάζω (ο ίδιος – είμαι) «ο΄ι΄δίζει και συμπεθερεύει»
οκνός : βραδυκίνητος , διστακτικός ( οκνέω: αποφεύγω , διστάζω)
ορμήνεια: συμβουλή ( ορμαίνω – ώρμηνα: στρέφω κατά νουν)
όρμωμα: καθοδήγηση κοπαδιού ( ορμάω: παρορμώ, παροτρύνω)
ορσίδα: αποστραγγιστικό αυλάκι χωραφιού με νερό τρεχούμενο ( ρους – ιδα)
ούλο: όλο (ούλο: ολόκληρο)
ουριό: κρυάδα, ριγιό ( ριγώ: αισθάνομαι κρυάδες)
Π
Παγάνα: σχεδιασμένη έρευνα δάσους για θηράματα (αγανιάω: καθαρίζω)
παλαβός: θορυβοποιός, τρελλός ( πολύ – αλάβυτω: θορυβώ)
παλιορούτι: κουρέλι (παλιό- ράκος : σχισμένο ένδυμα)
παξιμάδι: φρυγανιά (παξαμάς: δίπυρος άρτος)
πάπα: ψωμάκι μαλακό (πατέομαι: (πάτα) τρώγω κάτι μαλακό)
παραβόλα: χέρσο πλαίσιο χωραφιού (παρά – βώλος: κοντά στο όργωμα)
παράξενο: ξενόφερτο, περίεργο ( υπέρξενος : πρωτοφανής)
παρασόλισμα: εκφοβισμός (παρά – σολικισμός: βάρβαρη συμπεριφορά)
παρδαλούδι: Ποικιλόχρωμο (πάρδαλις : άγριο θηρίο ποικιλόχρωμο)
πάστρα: Καθαριότητα μεγάλη (απαστράπτω : λάμπω) (διαπαστραίος: του ποτηριού)
πατσιαλός: στραβοπόδαρος ( πατώ αλλού)
πάτωση: χόρταση (πατέομαι: γεύομαι τροφής) «την πατώνω»
πεδιλόγα: Υφασμάτινο κουλούρι στήριξης βάρους στο κεφάλι (πέδιλο: υπόδιμα)
πεδοκόπι: σύλληπτρα ζώου για αγροζημιά ( πέζη: ποδόδεσμος (ζώου)- κόβω)
πελεκούδι: ξύλο που διώχνει το τσεκούρι στον τεμαχισμό (πελεκίζω: κόβω)
περαταριά: μικρό ξύλινο γεφυράκι ( πέρασμα: τόπος διάβασης στ’απέναντι)
πίγκος: λέρα μαλλιών προβάτου (πήζω- πόκος: μαλλιά)
πίγκωμα: εξόργιση (ογκόω: διαστέλλω, φουσκώνω)«με πίγκωσε στο λαιμό»
πόθεμα: πάχυνση ζώου (απόθεμα: αποταμίευση)
πορδήλας: κλανιάς (υποβδύλλω: κουφοκλάνω (υ)πορδύλλας) (πέρδω: κλάνω)
ποριά: ξυλόπορτα λιβαδιού ή κήπου (πόρος – πέρασμα)
πόρευμα: αναγκαία τρόφιμα περιόδου (πορείον: μέσο συντήρησης στη ζωή)
πουκάρι: Ποσότητα ακατέργαστου μαλλιού προβάτου ( πέκω:κουρεύω)
πράκι: πέτρινο ανώφλι ή κατώφλι θύρας ή παραθυριού (προέχω: προεκτείνω)
πρεβέντα: δώρο προ της τελετής του γάμου (κανίσκι) (προβαίνω: προβαδίζω)
πράτηγο: αποφυλάκιση (πράσσω: βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση)
πριόβολος: πυροδότης στουρναρόπετρας (πρήθω: καίω)
πρόγγισμα: αιφνιδιαστική φυγή ζώου προ κινδύνου ( πρό-εγγίζω)
πρόπιση: πρόληψη (πίτνημι: απλώνω τα χέρια- να σώσω κάποιον)
προσίσκι: φυτό προσανάμματος φωτιάς (προσέχω- προσίσχω: προσφέρω ,βοηθάω)
προστήλιασμα: θήλασμα προ του αρμέγματος (προ - θηλάζω)
προμάδα: φρυγανιά τζακιού (πυρ – ομάδα: σειρά ψωμιού σε φέτες)
πυρομάχος: θέση περιορίσμου φλόγας τζακιού (πυρ- μάχομαι)
πυροστιά: τρίποδη σιδερένια βάση χύτρας βρασμού ( πυρ – ίστημι)
Ρ
Ρα΄ι΄άς : ήσυχος, δούλος ( ρα΄ι΄άζω: ησυχάζω ύστερα από κακοπάθημα)
ραχάτ(ι): δρόσισμα (ραχάδες: σύνδεντρα – μετέωρα δροσερά χωριά)
ρέκασμα: φωνή τρόμου ( ρέπω – ρόπτρο: κουδούνι – εκάς : μακριά)
ρέλα: τεντωμένο καταγής ( ρώψ- ρώπες : μακριά και εύκαμπτα ραβδιά)
ρέντζελο: κουρέλι, ρετάλι ( γράω: κατατρώγω)
ρημένος: κακόμοιρος ( αρημένος : καταπτοημένος , βλαμμένος )
ρημμένο: αδύνατο (ραίω: καταστρέφω)
ρίπα: Σχιστόλιθος – μελίστα (ρωχμός: τόπος χαραγμένος από νερά βροχής)
ριχτολόγος: μάγος (ρίπτω- λέγω) «ρίχνει τα χαρτιά» και λέει το φλυτζάνι »
ρνί: λίμα (ρίνη – ρινίζω: λιμάρω)
ρογκάτσικο: ψευτοευνουχισμένο ( ρύτισμα: μπάλωμα)
ρόγκι: κομμένος για κάψιμο λόγκος (ρήγνυμι: σχίζω, κόπτω, καταστρέφω)
ρόκα: καρπός καλαμποκιάς (ρέμβω: περιστρέφομαι - περιβάλλεται από κόκκους, σπέρματα)
ρόκωμα: κρύψιμο σφηνωτό (ράκωση: ρυτίδωση δέρματος)
ροπή: κατήφορος χαμού ( ρέπω: κλίνω) «κακιά ροπή»
ρούμπαλο: στραβόξυλο (ρόπαλο: ραβδί με τζόρα)
ρουνιά: ροή σταλαγματιάς (ρους: ροή)
ρούπωμα: χόρτασμα (ρώπος : αφθονία)
ρούφλας: βροχή καταρρακτώδης (ρους: ροή νερού) και φλέω: αφθονώ)
ρούχνισμα: ροχαλητό ( ρέγκω: ροχαλίζω – ρόχθος )
ρύμμα: απόβλητο (ρύπος: απόπλυμα) «παιδί αυτό; ρύμμα)
Copyright © από www.kompoti.gr All Right Reserved.