Λεξιλόγιο Κομποτίου
Λάμπρου Απ. Τατσιόπουλου
Σ
Σάϊσμα : τραγομαλλίσιο στρωσίδι ( σαγή: μάλλινο σκέπασμα αλόγου )
σαλάγιασμα : μετακίνηση κοπαδιού ( σελαγάω – σελάσσω: ηχώ, κροτώ, βουΐζω )
σαλιβάρι : ατρακτοειδές ξυλάκι, εμπόδιο θηλάσματος κατσικιού ( σαλύγη: κίνηση ατρακτοειδής)
σαλός : ανόητος, ηλίθιος (σαλός: μωρός, ηλίθιος)
σαμάρι : σάγμα αλόγου (σαγμάριον: ίππος φορτηγός)
σάματις : μιά και το θέλει (αματίς: άπαξ – μιά φορά)
σαούρα : ησυχία διάσωσις (σαόω: σώζω)
σάταλα – πάταλα : αδύνατα, ασήμαντα, άπραγα, κωμικά (πάττελλο: κωμικό)
σβώλι : σκληρό κομμάτι χώματος (βώλος: μικρός όγκος γής)
σεία : βίαια απομάκρυνση (σεία: έδιωξα) «τον πήραν σεία»
σέϊ : πράγμα (σείω: μετακινώ – σείσων (σείω): πήλινο αγγειό)
σελάχι : φορητή θήκη ζώνης ανδρός γυαλιστερή (σέλασμα: γυάλισμα)
σήττα : κόσκινο αλεύρου (σήθω: κοσκινίζω)
σιάδι : αδυσκόλευτη σκέψη (ισιάδι: ανοιχτός χώρος ) «αυτός το’ χει σιάδι»
σιαμουρλός : παρανοϊκός ( μωρός : ανόητος )
σιαπατερλός : ανισόρροπος (συμπατώ: καταπατάω όπου)
σιάπη : ρινικός κατάρρους ( πίνος: ρύπος, μύξα, ακαθαρσία)
σιαπράγκαλο : ελεύθερο εξάρτημα ( απραγία: έλλειψη ενέργειας )
σίζανο :διαβολή, συκοφαντία (ζιζάνιο: αίρα σιτηρών)
σιντζίμι : ψιλή μαλακή τριχιά (συνδινέω – συνδίνι : περιδίνωμα, κουβάριασμα)
συμπιές : σύσκεψη ομοφωνίας (συμπιέζω το νου)
σκαρφάλωμα : αναρρίχηση (σκαρθμός (σκαίρω): πήδημα, σκίρτημα)
σκατίλας : σκατοτσερλιασμένος (σκώρ,γεν. σκάτους: σκατό. Τίτλος: τσίρλα)
σκατό : κοπριά, ακαθαρσία (σκώρ: αποπάτημα)
σκάνιασμα : κλαψούρισμα (σκάνος: νεκρό σώμα, που φέρει συγκίνηση)
σκάσιμο : δραπέτευση, φυγή (δρασκάζω: δραπετεύω)
σκαπέτισμα :απομάκρυνση (σκάπετος: υπέρβαση ορίου)
σκάρφη : φυτό ευθυμίας (το φυτό ελλέβορος) «άστον αυτόν’ σκαρφίστηκε»
σκέλισμα : μαράζωμα, αρρώστεια (σκέλλω: αποξηραίνω, μαραίνω, βασκαίνω)
σκερβελές : κακολόγος (σκερβόλω: σκέρβολος: υβριστής, κακολόγος)
σκιάξιμο : εκφοβισμός (σκιά : φάντασμα, σκιά νεκρού)
σκιπητάρι : αμαθής (σκίπων: ραβδί, μαγκούρα) «αυτός είναι ντίπ, ντζιουμάκι από μυαλό»
σκνίπα : τύφλα στο μεθύσι (σκνιπός : με αμυδρή όψη, τυφλός)
σκληνάρι : ξηρό (απόσκλημι : ξηραίνομαι) «τα κουκιά κακόψανα και το πετσί τους σκληνάρι»
σκλίδα : δεμάτι με ή χωρίς καρπό σίκαλης (σκέλλω : αποξηραίνω – σκλήμα)
σκόπι : ραβδί (κοπή : κτύπημα)
σκότωμα : θανάτωμα (σκοτόω : φονεύω, σκοτίζω, τυφλώνω)
σκούλη : αντίθετο της κόψης εργαλείου (σκώλον : κώλυμμα, εμπόριο)
σκουτιά : φορέματα (σκύτος : φόρεμα από κατεργασμένο δέρμα)
σκρούμπος : καρβουνιασμένα μαλλιά (ρόθος : αποκαΐδι που κουδουνίζει)
σκύφα : η μισή φλούδα κολοκυθιού απαλλαγμένη από τη σάρκα του (σκύφος : ξυλοπότηρο αγρότη, καυκιά) «ωραίο καΐκι η σκύφα με πανιά»
σμπόρισμα : αστείο (συναπορέομαι : συστοχάζομαι με απορία)
σούμπρο : το τέταρτο μέρος καρύδας (συμφύω : συναναπτύσσω)
σουργούν(ι) : καταντρόπιασμα (οργάω : εκδηλώνω επιθυμία συνουσίας)
σπάραμμα : μετακίνηση (σπάραγμα : απόσπαση, τεμάχισμα)
σπειρί : εξάνθημα (σπείρω : διασπείρω σπόρον)
σπουλάκι : ευγνωμοσύνη (σπολά : στολή) «το ’χει σε σπουλάκι»: καμάρι
σταβάρι : μέρος αρότρου ( ίστημι : - βάρος )
σταλίκωμα : ορθοστασία (στάλιξ : πάσσαλος)
στέη : καλαμιά σίκαλης για στέγη καλύβας (στέγη : σκεπή)
στέρφο : στείρο, χωρίς παραγωγή (στέρφος : δέρμα) όμοιο : «ειν’ ένα τομάρι»
στόμωμα : πισογύρισμα κοπαδιού με την κλίτσα στα ρουθούνια (στομόω)
στούρνισμα : «στρογγυλοκάθισμα» (στόρνυμι : ξαπλώνω κάτω)
στάλος : τόπος συνάθροισης ξεκούρασης κοπαδιών (αλίζω : συνάγομαι σ’ ένα σώμα)
στραβός : στραβόβλεπος ή αλλοίθωρος ή τυφλός (στρέφω : γυρίζω τα μάτια)
στρύμωγμα : καταπίεση (στρύμοξ : ξύλο έκθλιψης σταφυλιών)
στρύξη : στενόχωρη θέση (στέργω : ανέχομαι)
στούμπι : χειροπιαστή σκληρή πέτρα κτυπήματος (στόμβος : βαρύς ήχος)
σύβα και λήβα : ελεεινή κατάσταση (σύβαξ : χοίρος – ληβόλιτα : κοπριά)
συγκάθισμα : παρακίνηση σε λόγο (συγκάθι : συνεδρία) «μη συγκαθιέσαι»
σύμπημα : συνδαύλιασμα φωτιάς (συμψάω – συμπάω : περισυνάγω)
συναπάντημα : τυχαία συνάντηση (συναπαντάω : έρχομαι την ίδια ώρα) «κακό συναπάντημα»
συνοικέσιο : συμφωνία γάμου (συνοίκηση : συγκατοίκηση θυγατέρας)
συντρόφι : σώβρακο (συντρόφιον ή συντρόφυλλον κατ’ ευφημισμόν)
σύρμου : γυναίκα κοσμική (σύρξ : σάρκα «ήταν αυτή ένα κορμί» και συρμός: μόδα)
σφαγάρι : φάρυγκας (ασφάγαρος : φάρυξ)
σφαϊό : κρυολογήματος και ρευματικός πόνος (σφαδάζω: ταράζομαι από πόνο)
σφιγμένος : τσιγκούνης, φιλάργυρος (σφιγγία: πλεονεξία, φιλαργυρία)
σφούνι : σωλήνας κάναλης υδρόμυλου, συμπιεστής (σίφων: σωλήνας)
σφρουντζούλισμα : ρίψιμο αντικειμένου αχρήστου μακριά (σφαιροβόλισμα)
σχατόγηρος ή σκατόηρος : γέρος με το πόδι στον τάφο (εσχατόγηρος)
Τ
Τάϊο : προσπάθεια, σπρώξιμο (τείνω – τάση: ώθηση)
ταλαγάν : ρούχο ξεφτισμένο, χωρίς υφάδι (άγανος: σχιζάρι, ρετάλι)
ταμπλάς : ξαφνικό, δυσάρεστο (ταβαλά: τύμπανα πολεμικά)
ταπανζιά : μέρος καραμπίνας (τάπις – δάπις: στρώμα)
τάραχος : τρόμαγμα (τάραχος: ταραχή) «τον κακό τ’ τον τάραχο»
τάτας : πατέρας (τατάς : πατέρας)
τέμπλα : ματέρι ίσιο (τέμνω: κόβω, πελεκάω)
τζίορα : ραβδί με όγκο στο ένα άκρο (ρά: ρίζα φυτού): ξερίζωμα)
τζιουμάκι : ραβδί μακρύ ακατέργαστο (ωμ – άχθη: βαρύ στη μεταφορά)
τζιούφλια : μάτια (ώφλια (ώφα: βλέπω)
τύλωμα : πολυφαγίας πρήξιμο κοιλιάς τύλωμα: (σκληρό εξόγκωμα και θύμος)
τιμπλί : δοκάρι ακατέργαστο (τείνω: ρέπω και πλείος πλήρης)
τρρρ! : φοβητσιάρη! (τρέω: τρέχω φοβισμένος)
τραγαζίκα : δερμάτινο μικρό ασκί (τράγος και θήκη)
τρανός : μεγάλος (τρανεύομαι: διακρίνομαι)
τραπέτσι : πολύ ξυνό (τραπητός: οίνος αψύς)
τρίμοιρος : τριπλός μισθός «τον τσάκισε τον τρίμοιρο»: έμεινε άνεργος)
τροξός : απερίσκεπτος, βίαιος (τρόχος: τρέξιμο, επιπολαιότητα)
τρύψαλα : τρίμματα (δρύψελα: ξύσματα ή τρίμματα ξύλου δρυός)
τσαγκάδα : γίδα απορριχμένη με λίγο γάλα (τόσο – αγάλαξ: δίχως γάλα)
τσάκνο : πολύ ψιλό ξυλαράκι, προσάναμμα (τόσο – αχνό)
τσαντζάρωμα : εγωϊστικό φούσκωμα σώματος (τόσο – αίρομαι)
τσαρπάλι : άρπαγας, τιποτένιος (αρπαλίζω: αρπάζω με βία)
τσάρκος : κλούβα νεογέννητων κατσικιών (άρκυς: δίχτυ)
τσάχαλο : τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι)
τσέρλα : υγρά κόπρανα (τίλα: υγρό αποπάτημα)
τσέκλισμα : ξέσχισμα, κομμάτι ρούχου (κλάω: αποκόπτω)
τσέρμιασμα : άναμμα, μούδιασμα (σερμοί: «θερμοί») «άναψαν τα ποδάρια μου»
τσιαγούλι : σαγόνι – στόμα (γνάθος: σιαγόνι) «κλείστ ο ’τσιαγούλι»)
τσιαμπάς : μαλλιά, του μετώπου στολίδι (εμπάσσω: ποικίλω υφαντό)
τσιαπουρνιά : φαγωμένο κοντοπούρναρο (απρινιά: φαγωμένο πουρνάρι)
τσιάτισμα : ταραχή διαφωνίας (ατύζομαι: ταράσσομαι)
τσιατούρι : πρόχειρο καλυβοστέγαστρο
τσιατσιούλι : μικρό σακούλι, τροβαδάκι (σόλος: πρόχειρο, ελλιπές)
τσιάφη : παγωμένη πρωϊνή δροσιά χλόης (αφεύω: καψαλίζω, τσουρουφλίζω)
τσιβάνι : κομμάτι πήλινου αγγείου (συμβάλλω: βάλλω μαζί πράγματα)
τσιβίκι : στενό φόρεμα (βίκος: στενό ποτήρι)
τσίγγανος : δύσκολος στο φαΐ (θιγγάνω: προσεγγίζω)
τσίκα : σπίθα φωτιάς (αφίημι – αφήκα: απολύω, αφήνω)
τσιλιγκρός : αδύνατος, κοκκαλιάρης (λυγρός: κακοπαθημένος, γερασμένος)
τσιλίπουρδα : έντερα χυμένα αηδιαστικά (σίλη – πορδέω: χυδαιολογώ)
τσίντζα : ελάχιστο (ζάω: ζώ) «νια τσίντζα ΄τι ψυχή έχει;»
τσιόκαλο : σπαστή πετρούλα από χτύπημα σφυριού (κάλον: κομμάτι ξύλου)
τσιόκι : σφυρί χτίστου, χοντροκέφαλος, (τύκος: οικοδομικό εργαλείο)
τσιόκος : τα γεννητικά ανδρός (ωκίς: σκουλαρίκι) «να μ’ δείς τα κρεμαστήρια»
τσιότσιο : λίγο (όσο – όσο : ελάχιστο όσο)
τσιουγκάνι : βραχώδης γκρεμός (άγκος: φαράγγι)
τσιουκάνι : κουδουνάκι χάλκινο πλακέ (ηχάνι)
τσιούπι : άνοιγμα στέγης (οπή: τρύπα καπνού στην οροφή)
τσιουρούτκο : ελλιπές (τσίρος: λιπόσαρκος)
τσίτσια : κάτουρα μωρού (τίτθεν: το κάνω, γεννάω)
τσίτ! : φύγε, γάτα! (σίζω: βγάζω ήχο συριστικό)
τσίτα : θυμωμένος (σίζει: δοχείο, που βράζει, σφυρίζει) «ήταν τσίτα διαόλους!»
τσίπου!: έλα, γίδα! (σου είπα)
τσίτσι : κρέας (τίτθη: τροφός με γυμνούς μαστούς)
τσιτσί : ούλο δοντιών (τιτθίον: σκληρή θηλή)
τσιούκα : ψηλή βραχώδης κορυφή λόφου (όκκος: οφθαλμός)
τσίτωμα : χόρτασμα (σίτισσμα: τάγισμα)
τσπούρισμα : δείλιασμα (πορ: ποδάρι) «τα τσπούρισε’ το ΄βαλε στα πόδια»
τσούτσουρο : ζωηρό (σώς: άβλαβος, γερός και ώριος: νεαρός άνθος)
τύλωμα : φούσκωμα οργής (τύλος: φούσκωμα) «ήσυχα μην τυλώνεσαι»
τφάν (ι) : ραγδαία βροχή με αέρα (τυφών: λαίλαπα)
Υ
Ύββαλα : παράλογη συμφωνία (υββάλω: υπερτίθεμαι) «τα ’καμαν ύββαλα»
ύψωμα : λειτουργιά, πρόσφορο ονομαστικής εορτής (υψώνει με ευχές ο ιερέας)
ύψωση : κομμάτι αγιασμένου υψώματος για τον εορτάζοντα (υψώνω : σηκώνω)
Φ
Φάγουσα : καρκίνος (φαγέδαινα: καρκινώδες έλκος)
φάκλα : φλόγας ζέστη αποπνικτική (φάω: λάμπω, φλογίζω)
φέλλου : χαλαρό πιάσιμο ή εξάρτηση (φελλός): «το ’πιασε αποφέλλου»
φιλιρούδι : ξέσχισμα, ρετάλι υφάσματος (ράκος: σχισμένο ρούχο)
φλάτο : σελίνιασμα, κρίση λιποθυμίας (φλάζω: διαρρήγνυμαι, ξεσχίζομαι)
φλέσυρο : ό,τι σύρει ο άνεμος ελαφρό (φλέω: σύρω) «ένα σωρό φλέσυρα»
φλισιούρι : πληθώρα (φλέω: έχω άφθονα υλικά)
φλώρο : λευκό, άσπρο χρώμα (φλόμος: λευκή ασφάκα)
φνίκι : σκόρος ρούχων (φθίνω: χάνομαι)
φοράδα : θηλυκός ίππος (φοράς: φέρουσα καρπόν)
φουρδάκλα : φουσκάλα εγκαύματος (δαίω: φλέγομαι)
φουσκί : κοπριά ζώων για λίπανση (φυσκίον: κοπριά)
φριντζιάτο : τσιαρδάκι, δραγάτα, (φρίσσω: κινούμαι με κυματισμούς)
φρούτα : κυματιστές κορδέλες φορέματος (φρούδα: αδύνατα ν’ αντισταθούν στον αέρα)
φτέρνα : το πίσω και κάτω μέρος του ποδιού (πτέρνα: φτέρνα, πάτημα)
φύσκα : παραγεμισμένο (φύσκων: ο παχύς, ο κοιλαράς) (φύσκη: φούσκα)
φύστα : μονόκανο εμπροστογεμές όπλο (φύσκη: έντερο παραγεμισμένο)
φώκαλο : ανάλαφρο (φώγανο: φρυγανιά)
φώρος : δημοσιότητα (φώριον: απόδειξη πειστική ενοχής) «βγήκαν στο φώρο»
Χ
Χα!, χα!, χα,…: χάσκω – χάχας (χάσκαξ (χάσκω) :: χάχας, χάσκων)
χάβδα : ζέσταμα με καμπύλωμα των ποδιών απάνω στη φωτιά (χαβός: καμπύλος)
χαβελές : ανυπόφορος λογάς (χάβος: περιστόμιο)
χάβωμα : υποβολή αφωνίας (χάβος: περιστόμιο, καπίστρι)
χαζός : άτολμος, αναποφάσιστος (χάζομαι: υποχωρώ, υπείκω)
χαΐρι : προκοπή, καλωσύνη (χάϊος: άνθρωπος αγαθός του παλιού καιρού)
χάκι : ικανοποίηση από το πάθημα κακοποιού (χαίρω: είμαι ευχαριστημένος)
χαλέπιτο : ερείπιο, χάλασμα (χαλεπότης: τραχύτητα, δύσβατο)
χάλεμμα : ζητιανιά (χαλή: παλάμη) «έμαθ’ ν’ απλών’ το χέρι»
χάλι : άσχημη κατάσταση, σκέψεις (χαλίφρων: ελαφρόμυαλος) «είναι στα χάλια του»
χαλιάς : πλήθος χαλικιών (χάλιξ: χαλίκια)
χαλίδια : υπολείμματα σταχυών αλωνίσματος (χαλέπτω: καταθλίβω, κακοποιώ)
χαλκατσούκα : πρόχειρο καλύβι (χάλι: χαλαρή και όκκος: μάτι)
χαμάδις : οπωρικά πεσμένα από τα δέντρα (χαμάδις: χαμαί στο έδαφος)
χαντάρα : ζημιά φοβερή (χαόω: ολοσχερώς καταστρέφομαι)
χασμουρητό : χασμούρημα (χάσμη: χασμούρημα)
χασούρα : υπολείμματα κακοχειμωνιασμένων δημητριακών (χάνομαι)
χατήρι : θέλημα, επιθυμία (χάτις: επιθυμία)
χάψιμο : καταβρόχθιση (ανάκαψις: καταβρόχθιση, χάψιμο)
χειμουνκό : καρπούζι, χυμονικό (χυμίζω : κάνω κάτι εύχημο και γευστικό)
χειρουλάδι : χειρολαβή αλετριού (χείρ: χέρι – και λαβή: χερούλι)
χειρόξλου : καυσόξυλο να πιάνεται στο χέρι όχι χοντρό (χείρ – ξύλον)
χειρούλι : λαβή που σκεπάζει όλη η παλάμη (χείρ: χέρι – ούλη : ολόκληρη)
χλαπαχλούπας : λαίμαργος (λάπτω: πίνω με τη γλώσσα – αμάσητο)
χλάω : καταπίνω αμάσητο (λάπτω)
χλέπι : σπόροι πεπονιού κολλημένοι στις θήκες του (λεπάς: πεταλίδα κολλημένη σε πέτρα)
χλεμπόνιασμα : σπόροι πεπονιού σε παχύρευστο χυμό του (λαπάς)
χλιάρι : κουτάλι φαγητού κοχλιάριον κόχλος – χουλιάρι)
χλιαρουλόγος : θήκη κουταλιών, χλιαρών (κοχλιάριον και λόγος : προσήκουσα σχέσις συμμετρία)
χνέρι : κακοπάθημα (χύνω και νερό : ψυχρολουσία, ξαφνικό)
χόβι : περίπτωση, φορά (έχω και βή: φωνή βέλασμα)
χόχλασμα : ξεχείλισμα βρασμού (καχλάζω: υπερεκχειλίζω)
χούνη : λάκωμα έκτασης εξοχικής (χώνη – χοάνη: χωνί)
χαχούτ(ι)σμα : κραυγές και κρότοι βοσκού σ’ εμφάνιση θηρίου (ωγμός: κραυγή)
χούμελι : όσπρια παραβρασμένα (μέλδω: λειώνω, αναλύω)
χουσμάρι : είδος τηγανίτας (χούς – (χέω): χύνω και ζυμάρι)
χρούσπα : κοίλωμα, γούβα (χράω ή χραύω: επιξύω και σπέος: σπήλαιο)
χτένα : χτένι μεγάλο (κτείς: χτένι)
χτικιό : φθισικό (φθίω: μαραίνομαι, χάνομαι)
χυμηξιά : επίθεση οργής (χώομαι: οργίζομαι εναντίον του)
Ψ
Ψάθα : στρώμα ψάθινο (ψίαθος: πλέγμα με βούρλα ή σχοινιά)
ψαλίδι : δοκάρι πλαγιαστό στέγης (ψαλιδόω: σχηματίζω αψίδα)
ψάνα : χλωροψημένα στάχυα σιταριού (ψίνομαι: απορρίπτω άγουρο καρπό)
ψαρής : άλογο αρσενικό καφέστικτο (ψάρ: κατάστικτος φαιός ίππος)
ψάχαλο : πάρα πολύ μικρό (ψάκαλον: νεογνόν ζώον)
ψηλομύτα : ακατάδεκτη, υψηλόφρων (μήτις: σοφός, πανούργος και ψηλά – μύτη)
ψηφί : ικανός (ψηφάς: οφθαλμοπλάνος, γόης) «ήταν αυτός ένα ψηφί!»
ψίχα : τρίμμα ψωμιού (ψίξ: τροφή)
ψίδι : ξύσμα δερμάτινης ζώνης (ψήγμα: τρίμμα) «κόπηκες ; βάλε ψίδι»
ψώμωμα : ωρίμασμα καρπού (ψωμί)
Copyright © από www.kompoti.gr All Right Reserved.